λυμαντήρ

λυμαντήρ
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
[λυμαίνω]
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυμαντήρ — λῡμαντήρ , λυμαντήρ spoiler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμάντωρ — λυμάντωρ, ορος, ὁ (Α) [λυμαίνω] λυμαντήρ* …   Dictionary of Greek

  • λυμήτης — λυμήτης, ὁ (Α) [λύμη] λυμεώνας, λυμαντήρ* …   Dictionary of Greek

  • λυμαντήριος — λυμαντήριος, ία, ον (Α) [λυμαντήρ] ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • υποσευαντήρ — ῆρος, ὁ, Α υποκινητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. τήρ*, κατά το λυμαντήρ] …   Dictionary of Greek

  • λυμαντῆρα — λῡμαντῆρα , λυμαντήρ spoiler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαντῆρας — λῡμαντῆρας , λυμαντήρ spoiler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαντῆρες — λῡμαντῆρες , λυμαντήρ spoiler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαντήρων — λῡμαντήρων , λυμαντήρ spoiler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”